- έξοδος
- Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π.Χ. και περιλαμβάνουν τη βιογραφία του Μωυσή, την αποκάλυψη της αποστολής του, τις σχέσεις του με τον Φαραώ, τις δέκα πληγές που έστειλε ο Θεός κατά της Αιγύπτου, την έξοδο των Εβραίων από τη χώρα, τη διαμονή τους στην έρημο και, τέλος, τη διαθήκη μεταξύ του Θεού και του περιούσιου λαού του, στο όρος Σινά. Η παράδοση αποδίδει την Έ. στον Μωυσή· το βιβλίο έχει αναμφισβήτητα την ενιαία διατύπωση του πνεύματός του, αλλά είναι φανερές οι διάφορες πηγές, που μεταδίδονταν προφορικά για μακρό χρονικό διάστημα. Τα νομικά κείμενα παρουσιάζουν ενδιαφέροντα παράλληλα χωρία με τους σουμερικούς, βαβυλωνιακούς και χεττιτικούς κώδικες. Ιδιαίτερο χαρακτήρα έχει ο Δεκάλογος. Το βιβλίο περιέχει, εκτός των άλλων, το πρώτο λειτουργικό ημερολόγιο του Ισραήλ, με εντολές που σχετίζονται με τις μεγαλύτερες ετήσιες γιορτές.
«Η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας», τοιχογραφία από συναγωγή του 3ου αι.
* * *η (AM ἔξοδος) [οδός]1. η μετάβαση, η μετακίνηση από μέσα προς τα έξω («η έξοδος από τη χώρα», «ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης»)2. άνοιγμα, πέρασμα απ' όπου βγαίνει κανείς («έξοδος κινδύνου», «πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις»)3. εξόρμηση πολιορκουμένων για να διασπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό («η έξοδος τού Μεσολογγίου», «ὁ Βρασίδας τήν ἔξοδον παρεσκευάζετο»)4. μαζική μετανάστευση ή μετακίνηση («η έξοδος τών Αθηναίων για το εορταστικό τριήμερο στην επαρχία», «Ἰουδαίων τὴν ἔξοδον»)5. το μέρος τής τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο6. (για ποταμό) εκβολή7. διέξοδος, τρόπος με τον οποίο βγαίνει κανείς από δύσκολη θέση («η έξοδος από την οικονομική κρίση», «φέρε δή, ἐάν πη εὕρωμεν ἔξοδον»)8. οπή τού σώματος από την οποία εκβάλλονται περιττώματα ή εκκρίματανεοελλ.(για στρατευμένους)1. άδεια, δικαίωμα εξόδου από το στρατόπεδο2. αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία («έξοδος από το στράτευμα λόγω ορίου ηλικίας»)αρχ.-μσν.1. εκφορά νεκρού, κηδεία2. έξοδα, δαπάνη3. εκστρατεία4. φρ. «ἔξοδον τοῡ ζῆν, τοῡ βίου» — ο θάνατοςμσν.1. μισθός2. επιχορήγηση3. πρόσοδοι4. κόπος, ταλαιπωρίααρχ.1. (για τον ήλιο) ανατολή2. έξοδος σε πομπή ή έξοδος κάποιου με τιμητική ακολουθία3. εκκένωση, κένωση4. τέλος, κατάληξη χρονικής περιόδου5. έκβαση, αποτέλεσμα6. δικαστική απόφαση7. δρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.